καρβουνιέρα

καρβουνιέρα
και καρβουνιάρα, η
1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη
2. (για πλοία) η γαιανθρακαποθήκη
3. (για ιστιοφόρα) τριγωνικό ιστίο που αναρτάται από τον πρότονο τής στήλης τού επιδρόμου, η προτονίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατ-ιέρα, σαλτσ-ιέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”